ἐναπόθεσις

ἐναπόθεσις
ἐναπό-θεσις, εως, ,
A depositing,

καταλήψεων S.E.P.3.188

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐναπόθεσις — depositing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναπόθεση — η (Α ἐναπόθεσις) η απόθεση σ έναν τόπο, εναποθήκευση, συσσώρευση, κατάθεση νεοελλ. οι γεώδεις ύλες και τα άλατα που κάθονται πάνω στην εσωτερική επιφάνεια τού ατμολέβητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”